μηχανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michaneyomai
|Transliteration C=michaneyomai
|Beta Code=mhxaneu/omai
|Beta Code=mhxaneu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μηχανάομαι]], v.l. in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.49</span>: used as Pass. by <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>16</span> codd., <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>26.15</span>, v. l. ib.<span class="bibl"><span class="title">3 Ma.</span>6.22</span>.</span>
|Definition== [[μηχανάομαι]], [[varia lectio|v.l.]] in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.49: used as Pass. by D.H.''Is.''16 codd., [[LXX]] ''2 Ch.''26.15, [[varia lectio|v.l.]] ib.''3 Ma.''6.22.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνεύομαι:''' Xen. [[varia lectio|v.l.]] = [[μηχανάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]].
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνεύομαι Medium diacritics: μηχανεύομαι Low diacritics: μηχανεύομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchaneúomai Transliteration B: mēchaneuomai Transliteration C: michaneyomai Beta Code: mhxaneu/omai

English (LSJ)

= μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v.l. ib.3 Ma.6.22.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνεύομαι: Xen. v.l. = μηχανάω.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.