αὐτόνοος: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(1a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftonoos | |Transliteration C=aftonoos | ||
|Beta Code=au)to/noos | |Beta Code=au)to/noos | ||
|Definition= | |Definition=αὐτόνοον, contr. [[αὐτόνους]], [[αὐτόνουν]], of the [[Phaeacian]] [[ship]]s, [[instinct]] with [[sense]], Eust. 1153.32, with allusion to the [[nymph]] [[Autonoe]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ον<br />[[que está dotado de inteligencia]] νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32<br /><b class="num">•</b>[[que es todo inteligencia]] νοῦς <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]]. | |btext=οος, οον;<br />[[qui a sa volonté propre]], [[obstiné]], [[opiniâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 [[своенравный]], [[упрямый]] ([[γνώμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἴδιος]]). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[self]] | |mdlsjtxt=[[self-willed]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐτόνοον, contr. αὐτόνους, αὐτόνουν, of the Phaeacian ships, instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.
Spanish (DGE)
-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
•que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
Greek Monotonic
αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
self-willed, Aesch.