σωληνοειδής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=solinoeidis | |Transliteration C=solinoeidis | ||
|Beta Code=swlhnoeidh/s | |Beta Code=swlhnoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=σωληνοειδές, [[pipe-shaped]], [[grooved]], Aen.Tact.16.6, Ph.2.244, D.C.49.30. Adv. [[σωληνοειδῶς]] [[like a pipe]], Ruf.''Oss.''24; [[groove-wise]], Sor. 1.85. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωληνοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] σωλῆνος, [[κοῖλος]], Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30. | |lstext='''σωληνοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] σωλῆνος, [[κοῖλος]], Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] [[σωλήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σωληνοειδές</i><br />α) <b>βιολ.</b> καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση της ίνας του πυρηνοσώματος<br />β) <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[πηνίο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σωληνοειδής]] [[καρδιά]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[τροποποίηση]] της απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη [[διεύρυνση]] τμήματος του ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωληνοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] που μοιάζει με [[σωλήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
σωληνοειδές, pipe-shaped, grooved, Aen.Tact.16.6, Ph.2.244, D.C.49.30. Adv. σωληνοειδῶς like a pipe, Ruf.Oss.24; groove-wise, Sor. 1.85.
German (Pape)
[Seite 1059] ές, rinnen-, röhrenförmig, D. Cass. 49, 30.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σωλῆνος, κοῖλος, Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα σωλήνα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδές
α) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση της ίνας του πυρηνοσώματος
β) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο
2. φρ. «σωληνοειδής καρδιά»
ζωολ. τροποποίηση της απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη διεύρυνση τμήματος του ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους.
επίρρ...
σωληνοειδῶς Α
σε σχήμα που μοιάζει με σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + -ειδής].