Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(14)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ergodotis
|Transliteration C=ergodotis
|Beta Code=e)rgodo/ths
|Beta Code=e)rgodo/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who farms out work</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 8.2.5</span>, <span class="title">CIG</span>3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326 ; incorrectly used of <b class="b2">workmen</b>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.6</span>.</span>
|Definition=ἐργοδότου, ὁ, [[one who farms out work]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 8.2.5, ''CIG''3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326; incorrectly used of [[workmen]], Aret.''SD''1.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui donne leur tâche aux ouvriers]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργοδότης:''' ου ὁ [[работодатель]], [[наниматель]], [[заказчик]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργοδότης''': -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ [[ἐργολάβος]], Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.
|lstext='''ἐργοδότης''': -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ [[ἐργολάβος]], Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui donne leur tâche aux ouvriers.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές.
|mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐργοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που παρέχει [[εργασία]], αντίθ. προς το [[ἐργολάβος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐργο-[[δότης]], ου,<br />one who lets out [[work]], opp. to [[ἐργολάβος]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργοδότης Medium diacritics: ἐργοδότης Low diacritics: εργοδότης Capitals: ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ergodótēs Transliteration B: ergodotēs Transliteration C: ergodotis Beta Code: e)rgodo/ths

English (LSJ)

ἐργοδότου, ὁ, one who farms out work, X.Cyr. 8.2.5, CIG3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326; incorrectly used of workmen, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne leur tâche aux ouvriers.
Étymologie: ἔργον, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐργοδότης: ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ ἐργολάβος, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.

Greek Monotonic

ἐργοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει εργασία, αντίθ. προς το ἐργολάβος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐργο-δότης, ου,
one who lets out work, opp. to ἐργολάβος, Xen.