ὑπερφερής: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperferis | |Transliteration C=yperferis | ||
|Beta Code=u(perferh/s | |Beta Code=u(perferh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερφερές, [[pre-eminent]], [[excellent]], [[LXX]] ''Da.''2.31, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in ''Wien.Stud.''20.319. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερφερές, pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.
German (Pape)
[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περιφερής].