προσκλητικός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosklitikos | |Transliteration C=prosklitikos | ||
|Beta Code=prosklhtiko/s | |Beta Code=prosklhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσκλητική, προσκλητικόν, [[calling]], [[addressing]], φωνή Plu.2.354d; <b class="b3">π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος</b> [[that calls men to it]], Ph.2.496. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, [[φωνή]], Plut. de Is. et Osir. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, [[φωνή]], Plut. de Is. et Osir. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui sert à appeler]], [[qui appelle]].<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκλητικός:''' [[зовущий]], [[призывный]] ([[φωνή]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσκλητικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
προσκλητική, προσκλητικόν, calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
German (Pape)
[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.
Russian (Dvoretsky)
προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).