ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opithomvrotos
|Transliteration C=opithomvrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Definition=ον, poet. for [[ὀπισθόμβροτος]], [[following a mortal]], <b class="b3">ὀ. αὔχημα</b> the glory [[that lives after men]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.92</span>.
|Definition=ὀπιθόμβροτον, ''poet.'' for [[ὀπισθόμβροτος]], [[following a mortal]], ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] = the [[glory]] [[that lives after men]], Pi.''P.''1.92.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui survit aux mortels.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui survit aux mortels]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπιθόμβροτος:''' [[переживающий смертных]], [[посмертный]] ([[αὔχημα]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λησί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>μελά</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[λησίμβροτος]], [[μελάμβροτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπιθόμβροτος:''' [[переживающий смертных]], [[посмертный]] ([[αὔχημα]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]<br />[[following]] a [[mortal]], ὀπιθ. [[αὔχημα]] [[glory]] that lives [[after]] men, Pind.
|mdlsjtxt=ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]<br />[[following]] a [[mortal]], ὀπιθ. [[αὔχημα]] [[glory]] that lives [[after]] men, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπῐθόμβροτος Medium diacritics: ὀπιθόμβροτος Low diacritics: οπιθόμβροτος Capitals: ΟΠΙΘΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: opithómbrotos Transliteration B: opithombrotos Transliteration C: opithomvrotos Beta Code: o)piqo/mbrotos

English (LSJ)

ὀπιθόμβροτον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀπιθόμβροτον αὔχημα = the glory that lives after men, Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.

English (Slater)

ὀπῐθόμβροτος that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)

Greek Monolingual

ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος, μελάμβροτος].

Greek Monotonic

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.