προβύω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provyo
|Transliteration C=provyo
|Beta Code=probu/w
|Beta Code=probu/w
|Definition=<b class="b3">[ῡ</b>], fut. <b class="b3">-βύσω</b>:<b class="b3">—π. λύχνον</b> <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[push up]] the wick of a lamp, [[trim]] it, cj.in <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>250</span>: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα <span class="title">Com.Adesp.</span>644.</span>
|Definition=[ῡ], fut. -βύσω:<b class="b3">—π. λύχνον</b> [[push up]] the wick of a lamp, [[trim]] it, cj.in Ar.''V.''250: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα ''Com.Adesp.''644.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] [[λύχνον]], wie [[προμύσσω]], den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] [[λύχνον]], wie [[προμύσσω]], den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προβύω''': [ῡ], μέλλ. -βύσω· ― πρ. [[λύχνον]], ὡς τὸ [[προμύσσω]], ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ [[ἔνδον]] εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.<br />Κεῖται μὲν τὸ [[ῥῆμα]] ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ [[ἄλλην]] σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|btext=[[moucher la mèche d'une lampe]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βύω naar voren duwen:. τὸν λύχνον πρόβυσον duw de lampenpit op Aristoph. Ve. 250.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=moucher la mèche d’une lampe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βύω]].
|elrutext='''προβύω:''' (ῡ) (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять ([[λύχνον]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προβύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-βύσω</i>· [[προβύω]] [[λύχνον]], [[βγάζω]] το [[φιτίλι]] από τη [[λάμπα]], [[περικόπτω]], [[ελαττώνω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προβύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-βύσω</i>· [[προβύω]] [[λύχνον]], [[βγάζω]] το [[φιτίλι]] από τη [[λάμπα]], [[περικόπτω]], [[ελαττώνω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβύω:''' () (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять ([[λύχνον]] Arph.).
|lstext='''προβύω''': [], μέλλ. -βύσω· ― πρ. [[λύχνον]], ὡς τὸ [[προμύσσω]], ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ [[ἔνδον]] εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.<br />Κεῖται μὲν τὸ [[ῥῆμα]] ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ [[ἄλλην]] σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βύω naar voren duwen:. τὸν λύχνον πρόβυσον duw de lampenpit op Aristoph. Ve. 250.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -βύσω<br />πρ. [[λύχνον]] to [[push]] up the [[wick]] of a [[lamp]], to [[trim]] it, Ar.
|mdlsjtxt=fut. -βύσω<br />πρ. [[λύχνον]] to [[push]] up the [[wick]] of a [[lamp]], to [[trim]] it, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβύω Medium diacritics: προβύω Low diacritics: προβύω Capitals: ΠΡΟΒΥΩ
Transliteration A: probýō Transliteration B: probyō Transliteration C: provyo Beta Code: probu/w

English (LSJ)

[ῡ], fut. -βύσω:—π. λύχνον push up the wick of a lamp, trim it, cj.in Ar.V.250: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα Com.Adesp.644.

German (Pape)

[Seite 713] λύχνον, wie προμύσσω, den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.

French (Bailly abrégé)

moucher la mèche d'une lampe.
Étymologie: πρό, βύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-βύω naar voren duwen:. τὸν λύχνον πρόβυσον duw de lampenpit op Aristoph. Ve. 250.

Russian (Dvoretsky)

προβύω: (ῡ) (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять (λύχνον Arph.).

Greek Monolingual

Α
1. ωθώ κάτι προς τα έξω
2. φρ. «προβύω λύχνον» — ωθώ προς τα έξω το φιτίλι του λύχνου, ξεφιτιλίζω
3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].

Greek Monotonic

προβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω· προβύω λύχνον, βγάζω το φιτίλι από τη λάμπα, περικόπτω, ελαττώνω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προβύω: [ῡ], μέλλ. -βύσω· ― πρ. λύχνον, ὡς τὸ προμύσσω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ ἔνδον εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.
Κεῖται μὲν τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ ἄλλην σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Middle Liddell

fut. -βύσω
πρ. λύχνον to push up the wick of a lamp, to trim it, Ar.