φρυνολόγος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frynologos | |Transliteration C=frynologos | ||
|Beta Code=frunolo/gos | |Beta Code=frunolo/gos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[toad-catcher]], or [[φρυνολόχος]], ὁ, ([[λοχάω]]) [[lying in wait for toads]], a species of hawk, perhaps [[marsh-harrier]], Id.''HA''620a21. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=conj. Bekker, <i>[[Kröten]] [[sammelnd]]</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρῡνολόγος:''' собирающий жаб, т. е. питающийся жабами (ἱέρακες Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1. | |lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] «[[βάτραχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, toad-catcher, or φρυνολόχος, ὁ, (λοχάω) lying in wait for toads, a species of hawk, perhaps marsh-harrier, Id.HA620a21.
German (Pape)
conj. Bekker, Kröten sammelnd.
Russian (Dvoretsky)
φρῡνολόγος: собирающий жаб, т. е. питающийся жабами (ἱέρακες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φρῡνολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· (λοχάω)· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. ὄνομα ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πτηνό) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος «βάτραχος» + -λόγος].