κεντροδήλητος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kentrodilitos | |Transliteration C=kentrodilitos | ||
|Beta Code=kentrodh/lhtos | |Beta Code=kentrodh/lhtos | ||
|Definition= | |Definition=κεντροδήλητον, [[torturing with goads]], <b class="b3">ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις</b> (Dor.) A.''Supp.''563 (lyr., fort. leg. [[κεντροδαλήτισι]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
κεντροδήλητον, torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις (Dor.) A.Supp.563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).
German (Pape)
[Seite 1418] durch den Stachel verletzend, ὀδύναι Aesch. Suppl. 558.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροδήλητος: -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, ἔνθα ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.
Greek Monolingual
κεντροδήλητος, -ον (Α)
αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, ξιφοδήλητος].