κεντροδήλητος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kentrodilitos
|Transliteration C=kentrodilitos
|Beta Code=kentrodh/lhtos
|Beta Code=kentrodh/lhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[torturing with goads]], <b class="b3">ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις</b> (Dor.) <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>563</span> (lyr., fort. leg. [[κεντροδαλήτισι]]).</span>
|Definition=κεντροδήλητον, [[torturing with goads]], <b class="b3">ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις</b> (Dor.) A.''Supp.''563 (lyr., fort. leg. [[κεντροδαλήτισι]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροδήλητος Medium diacritics: κεντροδήλητος Low diacritics: κεντροδήλητος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: kentrodḗlētos Transliteration B: kentrodēlētos Transliteration C: kentrodilitos Beta Code: kentrodh/lhtos

English (LSJ)

κεντροδήλητον, torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις (Dor.) A.Supp.563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).

German (Pape)

[Seite 1418] durch den Stachel verletzend, ὀδύναι Aesch. Suppl. 558.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροδήλητος: -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, ἔνθα ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.

Greek Monolingual

κεντροδήλητος, -ον (Α)
αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, ξιφοδήλητος].