Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(44)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakopoios
|Transliteration C=farmakopoios
|Beta Code=farmakopoio/s
|Beta Code=farmakopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preparing drugs</b>, ἔθνος φ. <span class="bibl">A.<span class="title">Eleg.</span>2</span>, cf. <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).211.</span>
|Definition=φαρμακοποιόν, [[preparing drugs]], [[ἔθνος]] φαρμακοποιόν = a [[nation]] that [[make]]s [[drug]]s A.''Eleg.''2, cf. ''Cat.Cod.Astr.''8(4).211.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκοποιός:''' [[приготовляющий снадобья]] или [[волшебные зелья]] ([[ἔθνος]], ''[[sc.]]'' Τυρρηνῶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιός Medium diacritics: φαρμακοποιός Low diacritics: φαρμακοποιός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pharmakopoiós Transliteration B: pharmakopoios Transliteration C: farmakopoios Beta Code: farmakopoio/s

English (LSJ)

φαρμακοποιόν, preparing drugs, ἔθνος φαρμακοποιόν = a nation that makes drugs A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.

German (Pape)

[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιός: приготовляющий снадобья или волшебные зелья (ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.

Greek Monolingual

ο και η / φαρμακοποιός, -όν, ΝΑ
παρασκευαστής φαρμάκων
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο ιδιοσκεύασμα
2. στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ποιός].