ἀποξένωσις: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoksenosis | |Transliteration C=apoksenosis | ||
|Beta Code=a)poce/nwsis | |Beta Code=a)poce/nwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[living abroad]], Plu. ''Pomp.''80.<br><span class="bld">2</span> [[exile]], Paul.Al.''E.''2 (pl.), al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A living abroad, Plu. Pomp.80.
2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσιν Plu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεως Paul.Al.25.15, cf. 56.13, πατρίδος Gr.Naz.M.35.864D, αὐτοῦ Aq.Abd.12.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
séjour à l'étranger.
Étymologie: ἀποξενόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξένωσις: εως ἡ пребывание на чужбине Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.
Greek Monotonic
ἀποξένωσις: -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε ξένο τόπο, σε Πλούτ.