καθετήριον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathetirion | |Transliteration C=kathetirion | ||
|Beta Code=kaqeth/rion | |Beta Code=kaqeth/rion | ||
|Definition=(sc. [[ὄργανον]]), τό, | |Definition=(''[[sc.]]'' [[ὄργανον]]), τό, = [[καθετήρ]] 1, [[falsa lectio|f.l.]] in Hp.''Mul.''2.157; <b class="b3">τὸ ὄργανον τὸ κ.</b> Aret.''CA''2.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. ὄργανον), τό, = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.
German (Pape)
[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
Greek Monolingual
καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).