ἐναντιωματικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantiomatikos
|Transliteration C=enantiomatikos
|Beta Code=e)nantiwmatiko/s
|Beta Code=e)nantiwmatiko/s
|Definition=ή, όν, [[marking opposition]], σύνδεσμος <span class="bibl">D.T.643.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>251.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.809.36</span>.
|Definition=ἐναντιωματική, ἐναντιωματικόν, [[marking opposition]], σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.''Conj.''251.3. Adv. [[ἐναντιωματικῶς]] Eust.809.36.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0827.png Seite 827]] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0827.png Seite 827]] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναντιωματικός:''' грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., [[ὅμως]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναντιωματικός]], -ή, -όν)<br /><b>γραμμ.</b> (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει [[αντίθεση]], [[εναντίωση]] («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διαθήκη]]) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναντιωματικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναντιωματικός]], -ή, -όν)<br /><b>γραμμ.</b> (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει [[αντίθεση]], [[εναντίωση]] («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διαθήκη]]) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναντιωματικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναντιωματικός:''' грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., [[ὅμως]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐωμᾰτικός Medium diacritics: ἐναντιωματικός Low diacritics: εναντιωματικός Capitals: ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enantiōmatikós Transliteration B: enantiōmatikos Transliteration C: enantiomatikos Beta Code: e)nantiwmatiko/s

English (LSJ)

ἐναντιωματική, ἐναντιωματικόν, marking opposition, σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.Conj.251.3. Adv. ἐναντιωματικῶς Eust.809.36.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que se opone, que se enfrenta παρασκευή πολεμικὴ ἢ ... ἄλλη ἐ. Eust.935.37.
2 gram. que indica oposición, que expresa lo contrario ἐ. σύνδεσμος D.T.643.15, A.D.Coni.251.3, 257.12, τὸ ἔμπης καὶ ἐπίρρημα A.D.Adu.154.26, cf. Sch.rec.Ar.Nu.890a (p.368), Hdn.Gr.2.60, Phlp.Diff.Accent.C ο 1, ἐ. πρόθεσις preverbio con valor opositivo ref. a κατα- expr. hostilidad, Eust.237.21.
II adv. -ῶς indicando oposición Eust.809.37, Lex.Vind.s.u. καί.

German (Pape)

[Seite 827] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.

Russian (Dvoretsky)

ἐναντιωματικός: грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., ὅμως).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιωματικός: -ή, -όν, ὁ δηλῶν ἐναντίωσιν, ἐπὶ συνδέσμ., ὁ καὶ ἐναντιωματικὸς ἀντὶ τοῦ καίπερ Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 214. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Εὐστ. 809. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)
γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)
μσν.
(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.
επίρρ...
εναντιωματικώς, -ά
με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.