ἐξαπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksapatitikos
|Transliteration C=eksapatitikos
|Beta Code=e)capathtiko/s
|Beta Code=e)capathtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">calculated to deceive</b>, τῶν πολεμίων <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>4.12</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.93</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.24</span>.</span>
|Definition=ἐξαπατητική, ἐξαπατητικόν, [[calculated to deceive]], τῶν πολεμίων X.''Eq.Mag.''4.12, S.E.''M.''2.93. Adv. [[ἐξαπατητικῶς]] Poll.4.24.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que induce a engaño a]] c. gen. τῶν πολεμίων X.<i>Eq.Mag</i>.4.12, cf. Poll.4.47<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.<i>M</i>.2.93.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[falazmente]] Apollon.<i>Lex</i>.128.5, Poll.4.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 24.
|btext=ή, όν :<br />[[propre à tromper]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαπατάω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />propre à tromper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαπατάω]].
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' [[рассчитанный на обман]], [[вводящий в заблуждение]] (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que induce a engaño a]] c. gen. τῶν πολεμίων X.<i>Eq.Mag</i>.4.12, cf. Poll.4.47<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.<i>M</i>.2.93.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[falazmente]] Apollon.<i>Lex</i>.128.5, Poll.4.24.
|lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαπατητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[εξαπάτηση]], ο [[παραπλανητικός]], ο [[απατηλός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαπατητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[εξαπάτηση]], ο [[παραπλανητικός]], ο [[απατηλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen.
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατητικός Medium diacritics: ἐξαπατητικός Low diacritics: εξαπατητικός Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exapatētikós Transliteration B: exapatētikos Transliteration C: eksapatitikos Beta Code: e)capathtiko/s

English (LSJ)

ἐξαπατητική, ἐξαπατητικόν, calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. ἐξαπατητικῶς Poll.4.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.