μουσόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mousoliptos
|Transliteration C=mousoliptos
|Beta Code=mouso/lhptos
|Beta Code=mouso/lhptos
|Definition=ον, [[possessed by the Muses]], [[inspired by the Muses]], [[Muse-inspired]], Phld.<span class="title">Mus.</span>p.86 K., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>17</span>,<span class="bibl">2.452b</span>.
|Definition=μουσόληπτον, [[possessed by the Muses]], [[inspired by the Muses]], [[Muse-inspired]], Phld.''Mus.''p.86 K., Plu.''Marc.''17,2.452b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>ληπτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[θεόληπτος]], [[φρενόληπτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόληπτος Medium diacritics: μουσόληπτος Low diacritics: μουσόληπτος Capitals: ΜΟΥΣΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mousólēptos Transliteration B: mousolēptos Transliteration C: mousoliptos Beta Code: mouso/lhptos

English (LSJ)

μουσόληπτον, possessed by the Muses, inspired by the Muses, Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.

Russian (Dvoretsky)

μουσόληπτος: вдохновленный музами Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεόληπτος, φρενόληπτος].

Greek Monotonic

μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μουσό-ληπτος, ον
Muse-inspired, Plut.