σχέδη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schedi
|Transliteration C=schedi
|Beta Code=sxe/dh
|Beta Code=sxe/dh
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[leaf]], [[page]], dub. cj. in <span class="title">Lex. de Spir.</span>p.214V.; Lat. [[scheda]] is a Greek word acc. to Isid.<span class="title">Etym.</span>6.14.8; cf. [[σχίδα]].</span>
|Definition=ἡ, [[leaf]], [[page]], dub. cj. in ''Lex. de Spir.''p.214V.; Lat. [[scheda]] is a Greek word acc. to Isid.''Etym.''6.14.8; cf. [[σχίδα]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχέδη Medium diacritics: σχέδη Low diacritics: σχέδη Capitals: ΣΧΕΔΗ
Transliteration A: schédē Transliteration B: schedē Transliteration C: schedi Beta Code: sxe/dh

English (LSJ)

ἡ, leaf, page, dub. cj. in Lex. de Spir.p.214V.; Lat. scheda is a Greek word acc. to Isid.Etym.6.14.8; cf. σχίδα.

German (Pape)

[Seite 1053] ἡ, eigtl. Scheit, Spalt, daher Tafel, Blatt, darauf zu schreiben oder zu rechnen, Eust. u. a. Sp., das lat. scheda.

Greek (Liddell-Scott)

σχέδη: ἡ, φύλλον, πινακίς, πιθαν. παρελήφθη ἐκ τῆς Λατιν., ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Εὐστ. καὶ Μοσχοπ.· ἐν ᾧ τὰ Λατ. scheda καὶ scida (ἐκ τοῦ scindo) ἀπαντῶσι παρὰ Κικέρ. καὶ Πλινίῳ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. της λ. έχει διαμορφωθεί κατ' επίδραση του ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το λατ. scheda έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ελλ. σχίδη (< θ. σχιδ- του σχίζω), κατ' επίδραση του λατ. schedium (βλ. λ. σχέδιο)].