γυμνητικός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gymnitikos
|Transliteration C=gymnitikos
|Beta Code=gumnhtiko/s
|Beta Code=gumnhtiko/s
|Definition=ή, όν, of or for a [[γυμνής]], ὅπλα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.4</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Flam.</span>4</span>; τὸ [[γυμνητικόν]], = [[γυμνητεία]], <span class="bibl">Str.7.3.17</span>.
|Definition=γυμνητική, γυμνητικόν, of or for a [[γυμνής]], ὅπλα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.4, Plu.''Flam.''4; τὸ [[γυμνητικόν]], = [[γυμνητεία]], Str.7.3.17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[propio de un soldado de infantería ligera]] ὅπλα X.<i>Cyr</i>.1.2.4, Plu.<i>Flam</i>.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ γ. [[infantería ligera]] μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = [[γυμνητία]], Strab. VII p. 306.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = [[γυμνητία]], Strab. VII p. 306.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les soldats armés à la légère]].<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]].
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.
}}
{{elru
|elrutext='''γυμνητικός:''' [[присвоенный легковооруженным войскам]] ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306.
|lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les soldats armés à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[propio de un soldado de infantería ligera]] ὅπλα X.<i>Cyr</i>.1.2.4, Plu.<i>Flam</i>.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ γ. [[infantería ligera]] μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν.
|lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.
}}
{{elru
|elrutext='''γυμνητικός:''' [[присвоенный легковооруженным войскам]] ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen.
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνητικός Medium diacritics: γυμνητικός Low diacritics: γυμνητικός Capitals: ΓΥΜΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gymnētikós Transliteration B: gymnētikos Transliteration C: gymnitikos Beta Code: gumnhtiko/s

English (LSJ)

γυμνητική, γυμνητικόν, of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸ γυμνητικόν, = γυμνητεία, Str.7.3.17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 propio de un soldado de infantería ligera ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4.
2 subst. τὸ γ. infantería ligera μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.

German (Pape)

[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les soldats armés à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.

Russian (Dvoretsky)

γυμνητικός: присвоенный легковооруженным войскам (ὅπλα Xen. и ὅπλον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γυμνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =γυμνητεία, Στράβ. 306.

Greek Monolingual

γυμνητικός, -ή, -όν (Α) γυμνής
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη
2. το ουδ. ως ουσ. το γυμνητικόν
η γυμνητεία.

Greek Monotonic

γυμνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον ελαφρά οπλισμένο (γυμνής), σε Ξεν.

Middle Liddell

γυμνής
of or for a light-armed soldier (γυμνής), Xen.