ἀνδραχθής: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andrachthis
|Transliteration C=andrachthis
|Beta Code=a)ndraxqh/s
|Beta Code=a)ndraxqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loading a man, as much as a man can carry</b>, χερμάδια <span class="bibl">Od.10.121</span>; βώλακες <span class="bibl">A.R.3.1334</span>; γόγγροι Eudox. ap. <span class="bibl">Ath.7.288c</span>.</span>
|Definition=ἀνδραχθές, [[loading a man]], [[as much as a man can carry]], χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[del peso máximo que puede coger un hombre]] χερμάδια <i>Od</i>.10.121, γόγγροι Eudox.<i>Fr</i>.318, βώλακες A.R.3.1334.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui suffit pour la charge d'un homme]], [[équivalent à la charge d'un homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδραχθής:''' весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἄχθος]]): [[man]]-burdening ([[heavy]] [[for]] a [[man]] to [[carry]]), ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν, Od. 10.121†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνδραχθής]], -ές (Α)<br />(για πράγματα)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[βάρος]] του [[είναι]] [[περίπου]] ίσο με το [[βάρος]] ενός άνδρα<br /><b>2.</b> [[βαρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] «βαρύνομαι, [[είμαι]] φορτωμένος» ([[πρβλ]]. [[δυσαχθής]], [[βαρυαχθής]], <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδραχθής:''' -ές ([[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, [[τόσος]] όσος μπορεί να κουβαλήσει [[ένας]] [[άνδρας]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]<br />loading a man, as [[much]] as a man can [[carry]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραχθής Medium diacritics: ἀνδραχθής Low diacritics: ανδραχθής Capitals: ΑΝΔΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: andrachthḗs Transliteration B: andrachthēs Transliteration C: andrachthis Beta Code: a)ndraxqh/s

English (LSJ)

ἀνδραχθές, loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.

Spanish (DGE)

-ές
del peso máximo que puede coger un hombre χερμάδια Od.10.121, γόγγροι Eudox.Fr.318, βώλακες A.R.3.1334.

German (Pape)

[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, ἄχθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδραχθής: весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.

English (Autenrieth)

ές (ἄχθος): man-burdening (heavy for a man to carry), ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν, Od. 10.121†.

Greek Monolingual

ἀνδραχθής, -ές (Α)
(για πράγματα)
1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα
2. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀνδραχθής: -ές (ἀνήρ, ἄχθος), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, τόσος όσος μπορεί να κουβαλήσει ένας άνδρας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἄχθος
loading a man, as much as a man can carry, Od.