νησαῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nisaios | |Transliteration C=nisaios | ||
|Beta Code=nhsai=os | |Beta Code=nhsai=os | ||
|Definition=α, Ion. η, ον, | |Definition=α, Ion. η, ον, [[insular]], [[χώρα]], [[πόλις]], E.''Tr.''188 (lyr.), ''Ion'' 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός ''AP''9.242 (Antiphil.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[d'île]], [[insulaire]].<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zur [[Insel]] [[gehörig]], auf einer [[Insel]]</i>; [[χώρα]], [[πόλις]], ὄρη, Eur. <i>[[Troad]]</i>. 188, <i>Ion</i> 1583, <i>I.A</i>. 203; [[πορθμός]], Antiphil. 41 (IX.242); [[Κύζικος]], Eryc. 12 (VII.368); [[λίθος]], Hesych. – Auch Conj. für [[νησσαῖος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νησαῖος:''' [[островной]] ([[πόλις]], ὄρη Eur.; [[πορθμός]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νησαῖος''': α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, [[νησιωτικός]], [[χώρα]], [[πόλις]] Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Νησαίη. | |lstext='''νησαῖος''': α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, [[νησιωτικός]], [[χώρα]], [[πόλις]] Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Νησαίη. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[νησί]], ο [[νησιωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νησαίη</i><br />μία από τις Νηρηίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νησαῖον [[πεδίον]]» — [[πεδιάδα]] της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>, [[κατά]] το <i>λιμν</i>-<i>αίος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νησαῖος:''' -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε [[νησί]], [[νησιωτικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''νησαῖος:''' -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε [[νησί]], [[νησιωτικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of an [[island]], [[insular]], Eur. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[of an island]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
α, Ion. η, ον, insular, χώρα, πόλις, E.Tr.188 (lyr.), Ion 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός AP9.242 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d'île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.
German (Pape)
zur Insel gehörig, auf einer Insel; χώρα, πόλις, ὄρη, Eur. Troad. 188, Ion 1583, I.A. 203; πορθμός, Antiphil. 41 (IX.242); Κύζικος, Eryc. 12 (VII.368); λίθος, Hesych. – Auch Conj. für νησσαῖος.
Russian (Dvoretsky)
νησαῖος: островной (πόλις, ὄρη Eur.; πορθμός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νησαῖος: α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, νησιωτικός, χώρα, πόλις Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς ὄνομα Νηρηΐδος, Νησαίη.
Greek Monolingual
νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)
1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίη
μία από τις Νηρηίδες
3. φρ. «Νησαῖον πεδίον» — πεδιάδα της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].
Greek Monotonic
νησαῖος: -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε νησί, νησιωτικός, σε Ευρ.