ἀποπροτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoprotemno
|Transliteration C=apoprotemno
|Beta Code=a)poprote/mnw
|Beta Code=a)poprote/mnw
|Definition=[[cut off from]], <b class="b3">νώτου ἀποπροταμών</b> [[after he had cut a slice from]] the chine, <span class="bibl">Od.8.475</span>, cf. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>572</span>.
|Definition=[[cut off from]], <b class="b3">νώτου ἀποπροταμών</b> [[after he had cut a slice from]] the chine, Od.8.475, cf. Nic.''Th.''572.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to cut off from, νώτου ἀποπροταμών [[after]] he had cut a [[slice]] from the [[chine]], Od.
|mdlsjtxt=<br />to cut off from, νώτου ἀποπροταμών [[after]] he had cut a [[slice]] from the [[chine]], Od.
}}
}}

Revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροτέμνω Medium diacritics: ἀποπροτέμνω Low diacritics: αποπροτέμνω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: apoprotémnō Transliteration B: apoprotemnō Transliteration C: apoprotemno Beta Code: a)poprote/mnw

English (LSJ)

cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

Spanish (DGE)

cortar arrancando νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

German (Pape)

[Seite 320] (s. τέμνω), von etwas ab- u. vorschneiden, νώτου ἀποπροταμών Od. 8, 475.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἀποπροταμών;
couper une part, une tranche de, gén..
Étymologie: ἀπό, προτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροτέμνω: (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροτέμνω: κόπτω ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν τεμάχιον ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροταμών: cut off from; τινός, Od. 8.475†.

Greek Monotonic

ἀποπροτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -προέτᾰμον· αποκόπτω από, νώτου ἀποπροταμών, αφού του έκοψε ένα κομμάτι από τη ράχη, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


to cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.