πυκνορράξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyknorraks
|Transliteration C=pyknorraks
|Beta Code=puknorra/c
|Beta Code=puknorra/c
|Definition=ᾶγος, (ῥάξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thick with berries</b>, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but <b class="b3">πυκνόρρωγα</b> or <b class="b3">πυκνορρῶγα</b> codd. as in <span class="bibl">Str.15.2.14</span>).</span>
|Definition=ᾶγος, ([[ῥάξ]]) [[thick with berries]], AP6.22 (Zon., ap.Suid., but [[πυκνόρρωγα]] or [[πυκνορρῶγα]] codd. as in Str.15.2.14).
}}
{{bailly
|btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''πυκνορράξ:''' ᾶγος adj. густо увешанный ягодами ([[βότρυς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνορράξ''': ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.
|lstext='''πυκνορράξ''': ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.
}}
{{grml
|mltxt=-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και [[πυκνορρώξ]], -ῶγος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει πυκνές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῥάξ</i> / <i>ῥώξ</i> «[[ρώγα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πυκνορράξ]], ᾶγος, [ῥάξ]<br />[[thick]] with berries, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνορράξ Medium diacritics: πυκνορράξ Low diacritics: πυκνορράξ Capitals: ΠΥΚΝΟΡΡΑΞ
Transliteration A: pyknorráx Transliteration B: pyknorrax Transliteration C: pyknorraks Beta Code: puknorra/c

English (LSJ)

ᾶγος, (ῥάξ) thick with berries, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but πυκνόρρωγα or πυκνορρῶγα codd. as in Str.15.2.14).

French (Bailly abrégé)

ᾶγος (ὁ, ἡ)
aux grains drus ou serrés (grappe).
Étymologie: πυκνός, ῥάξ.

Russian (Dvoretsky)

πυκνορράξ: ᾶγος adj. густо увешанный ягодами (βότρυς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πυκνορράξ: ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.

Greek Monolingual

-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και πυκνορρώξ, -ῶγος, ὁ, Α
αυτός που έχει πυκνές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»].

Greek Monotonic

πυκνορράξ: -ᾶγος (ῥάξ), αυτός που έχει πυκνές ρώγες (σταφύλι), σε Ανθ.

Middle Liddell

πυκνορράξ, ᾶγος, [ῥάξ]
thick with berries, Anth.