ἐξιτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksitos
|Transliteration C=eksitos
|Beta Code=e)cito/s
|Beta Code=e)cito/s
|Definition=ή, όν, to [[be come out of]], <b class="b3">τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</b> for whom there is no [[coming out]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>732</span>.
|Definition=ἐξιτή, ἐξιτόν, to [[be come out of]], <b class="b3">τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</b> for whom there is no [[coming out]], Hes.''Th.''732.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui peut sortir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξῐτός:''' adj. verb. к [[ἔξειμι]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξῐτός:''' adj. verb. к [[ἔξειμι]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes.
|mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐτός Medium diacritics: ἐξιτός Low diacritics: εξιτός Capitals: ΕΞΙΤΟΣ
Transliteration A: exitós Transliteration B: exitos Transliteration C: eksitos Beta Code: e)cito/s

English (LSJ)

ἐξιτή, ἐξιτόν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.

German (Pape)

[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².

Russian (Dvoretsky)

ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.

Greek Monolingual

ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.