λαβδακισμός: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lavdakismos | |Transliteration C=lavdakismos | ||
|Beta Code=labdakismo/s | |Beta Code=labdakismo/s | ||
|Definition=ὁ, [[lambdacism]], [[lallation]] ([[λάμβδα]], [[λάβδα]]) a defect in pronunciation, Quint. | |Definition=ὁ, [[lambdacism]], [[lallation]] ([[λάμβδα]], [[λάβδα]]) a defect in pronunciation, Quint.''Inst.''1.5.32 (pl.), Diom.453 K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.
German (Pape)
[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)
French
Greek Monolingual
ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.
Russian (Dvoretsky)
λαβδακισμός: ὁ = λαμβδακισμός.