ἀτασθάλλω: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atasthallo | |Transliteration C=atasthallo | ||
|Beta Code=a)tasqa/llw | |Beta Code=a)tasqa/llw | ||
|Definition=[ᾰτ], to [[be insolent]], only in pres. part., μή τις . . πλήξῃ ἀτασθάλλων | |Definition=[ᾰτ], to [[be insolent]], only in pres. part., μή τις.. πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις.. γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰτ], to be insolent, only in pres. part., μή τις.. πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις.. γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
cometer un acto de insolencia μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' Od.19.88
•pecar, βόθρος ἕως δυσάλυκτος ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.Met.Ps.93.13, cf. 118.95.
German (Pape)
[Seite 384] (entst. aus ἀτασθαλίω, ein ἀτάσθαλος sein), übermüthig, frevelhaft handeln, nur partic. praes., Od. 18, 57. 19, 88.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
être follement orgueilleux, agir avec arrogance, d'où
1 être inique;
2 être coupable.
Étymologie: ἀτάσθαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτασθάλλω: (только part. praes.) поступать нечестиво, чинить беззакония Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτασθάλλω: εἶμαι ἀτάσθαλος, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., μὴ τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων, «ἐνυβρίζων με ὑπερηφάνως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 57· τὸν δ’ οὔτις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ’, ἀκολασταίνουσα, Τ. 88. - ὡσαύτως, ἀτασθαλέω, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16, Γρηγ. Ναζ.
English (Autenrieth)
act wickedly, wantonly, Od. 18.57 and Od. 19.88.
Greek Monolingual
ἀτασθάλλω (Α) ατάσθαλος
είμαι ατάσθαλος, φέρομαι αλαζονικά.
Greek Monotonic
ἀτασθάλλω: μόνο σε μτχ. ενεστ., ενεργώ αλαζονικά, με υπεροψία, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[from ἀτασθαλος] only in pres. part.]
acting presumptuously, in arrogance, Od.