προδικάζω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodikazo
|Transliteration C=prodikazo
|Beta Code=prodika/zw
|Beta Code=prodika/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[judge beforehand]], <span class="bibl">Ph.1.603</span>:—Med., <span class="bibl">Poll.8.24</span>:— Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας <span class="title">IG</span>5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).</span>
|Definition=[[judge beforehand]], Ph.1.603:—Med., Poll.8.24:—Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας ''IG''5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προδῐκάζω''': [[δικάζω]], [[κρίνω]] πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., [[Πολυδ]]. Η΄, 24.
|lstext='''προδῐκάζω''': [[δικάζω]], [[κρίνω]] πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., Πολυδ. Η΄, 24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[δικάζω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφέρω]] [[γνώμη]] για ένα [[ζήτημα]] του οποίου η [[έκβαση]] δεν [[είναι]] [[ακόμη]] γνωστή, [[προεξοφλώ]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[δικάζω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφέρω]] [[γνώμη]] για ένα [[ζήτημα]] του οποίου η [[έκβαση]] δεν [[είναι]] [[ακόμη]] γνωστή, [[προεξοφλώ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδῐκάζω Medium diacritics: προδικάζω Low diacritics: προδικάζω Capitals: ΠΡΟΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: prodikázō Transliteration B: prodikazō Transliteration C: prodikazo Beta Code: prodika/zw

English (LSJ)

judge beforehand, Ph.1.603:—Med., Poll.8.24:—Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας IG5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 716] vorher richten (?).

Greek (Liddell-Scott)

προδῐκάζω: δικάζω, κρίνω πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., Πολυδ. Η΄, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα του οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ.