προεξεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeksepistamai
|Transliteration C=proeksepistamai
|Beta Code=proecepi/stamai
|Beta Code=proecepi/stamai
|Definition=contr. προὐξ-, [[know well before]], πάντα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>101</span>; <b class="b3">τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς</b> ib.<span class="bibl">699</span>.
|Definition=contr. [[προὐξεπίσταμαι]], [[know well before]], πάντα A.''Pr.''101; <b class="b3">τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς</b> ib.699.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.
|elnltext=προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξεπίστᾰμαι Medium diacritics: προεξεπίσταμαι Low diacritics: προεξεπίσταμαι Capitals: ΠΡΟΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: proexepístamai Transliteration B: proexepistamai Transliteration C: proeksepistamai Beta Code: proecepi/stamai

English (LSJ)

contr. προὐξεπίσταμαι, know well before, πάντα A.Pr.101; τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς ib.699.

German (Pape)

[Seite 720] zsgzgn προὐξεπίσταμαι, genau vorher od. voraus wissen; πάντα, Aesch. Prom. 101; τορῶς, 701.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐξεπίσταμαι;
seul. prés.
savoir d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἐξεπίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.

Russian (Dvoretsky)

προεξεπίστᾰμαι: стяж. προὐξεπίσταμαι (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).

Greek Monolingual

και προὐξεπίσταμαι Α
γνωρίζω καλά κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»].

Greek Monotonic

προεξεπίστᾰμαι: συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξεπίστᾰμαι: συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., ἐξεπίσταμαι, γινώσκω καλῶς πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν ἄλλος πρ. τορῶς αὐτόθι 699.

Middle Liddell

contr. προὐξ-
Dep. to know well before, Aesch.