ἀποβατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovatikos
|Transliteration C=apovatikos
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for an [[ἀποβάτης]], [[ἀγών]] <span class="title">IG</span>9(2).527,531 (Larissa). Adv. [[ἀποβατικῶς]] <span class="bibl"><span class="title">EM</span>124.31</span>.</span>
|Definition=ἀποβατική, ἀποβατικόν, of or for an [[ἀποβάτης]], [[ἀγών]] ''IG''9(2).527,531 (Larissa). Adv. [[ἀποβατικῶς]] ''EM''124.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή -όν<br />[[apobático]], [[a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie]] ἀγών <i>IG</i> 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. <i>Corinth</i>.8(1).15.32, <i>SIG</i> 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica</i> Sud., ἡνίοχος <i>EM</i> 124.35G.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]].
|lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή -όν<br />[[apobático]], [[a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie]] ἀγών <i>IG</i> 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. <i>Corinth</i>.8(1).15.32, <i>SIG</i> 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica</i> Sud., ἡνίοχος <i>EM</i> 124.35G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀποβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόβαση]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν («αποβατικά [[σκάφη]], δυνάμεις, επιχειρήσεις»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποβαίνω]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀποβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόβαση]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν («αποβατικά [[σκάφη]], δυνάμεις, επιχειρήσεις»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποβαίνω]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβᾰτικός Medium diacritics: ἀποβατικός Low diacritics: αποβατικός Capitals: ΑΠΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apobatikós Transliteration B: apobatikos Transliteration C: apovatikos Beta Code: a)pobatiko/s

English (LSJ)

ἀποβατική, ἀποβατικόν, of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. ἀποβατικῶς EM124.31.

Spanish (DGE)

-ή -όν
apobático, a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie ἀγών IG 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. Corinth.8(1).15.32, SIG 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica Sud., ἡνίοχος EM 124.35G.

German (Pape)

[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀποβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις»)
μσν.
αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].