τετράκλινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraklinos
|Transliteration C=tetraklinos
|Beta Code=tetra/klinos
|Beta Code=tetra/klinos
|Definition=ον, [[with four seats]] or [[couches]], ἅμαξα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>46</span>; οἶκοι <span class="bibl">Ath.2.47f</span>; σκηνή <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.533.3</span> (iii B.C.).
|Definition=τετράκλινον, [[with four seats]] or [[couches]], ἅμαξα Luc.''Tox.''46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή ''PSI''5.533.3 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre lits <i>ou</i> à quatre sièges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κλίνη]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre lits <i>ou</i> à quatre sièges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κλίνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκλῑνος:''' [[с четырьмя ложами или сидениями]] ([[ἅμαξα]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), [[πρβλ]]. [[πεντάκλινος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράκλῑνος:''' -ον ([[κλίνη]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] κλίνες, [[τέσσερα]] κρεβάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''τετράκλῑνος:''' -ον ([[κλίνη]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] κλίνες, [[τέσσερα]] κρεβάτια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκλῑνος:''' [[с четырьмя ложами или сидениями]] ([[ἅμαξα]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-κλῑνος, ον, [[κλίνη]]<br />with [[four]] couches, Luc.
|mdlsjtxt=τετρά-κλῑνος, ον, [[κλίνη]]<br />with [[four]] couches, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκλῑνος Medium diacritics: τετράκλινος Low diacritics: τετράκλινος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: tetráklinos Transliteration B: tetraklinos Transliteration C: tetraklinos Beta Code: tetra/klinos

English (LSJ)

τετράκλινον, with four seats or couches, ἅμαξα Luc.Tox.46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή PSI5.533.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre lits ou à quatre sièges.
Étymologie: τέσσαρες, κλίνη.

Russian (Dvoretsky)

τετράκλῑνος: с четырьмя ложами или сидениями (ἅμαξα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα καθίσματα ἢ ἀνάκλιντρα, ἅμαξα Λουκ. Τόξ. 46· οἶκοι Ἀθήν. 47F.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντάκλινος].

Greek Monotonic

τετράκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τέσσερις κλίνες, τέσσερα κρεβάτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

τετρά-κλῑνος, ον, κλίνη
with four couches, Luc.