κρουσίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krousithyros
|Transliteration C=krousithyros
|Beta Code=krousi/quros
|Beta Code=krousi/quros
|Definition=[ῐ], ον, [[knocking at the door]]: <b class="b3">τὸ κ</b>. (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) [[serenade]], Trypho ap.<span class="bibl">Ath.14.618c</span>.
|Definition=[ῐ], ον, [[knocking at the door]]: <b class="b3">τὸ κ.</b> (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) [[serenade]], Trypho ap.Ath.14.618c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσίθῠρος Medium diacritics: κρουσίθυρος Low diacritics: κρουσίθυρος Capitals: ΚΡΟΥΣΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: krousíthyros Transliteration B: krousithyros Transliteration C: krousithyros Beta Code: krousi/quros

English (LSJ)

[ῐ], ον, knocking at the door: τὸ κ. (sc. μέλος) serenade, Trypho ap.Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1514] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, sc. μέλος, = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσίθῠρος: -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. μέλος), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· ὡσαύτως θυροκοπικόν.

Greek Monolingual

κρουσίθυρος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά την πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το κρουσίθυρον (ενν. μέλος)
νυκτωδία, σερενάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, ψευδοδί-θυρος. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].