πολυαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyastragalos
|Transliteration C=polyastragalos
|Beta Code=poluastra/galos
|Beta Code=poluastra/galos
|Definition=[ᾰγ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strung with many knucklebones</b>, <b class="b3">μάστις π</b>., = [[ἀστραγαλωτή]], <span class="title">AP</span>6.234 (Eryc.).</span>
|Definition=[ᾰγ], ον, [[strung with many knucklebones]], <b class="b3">μάστις π.</b>, = [[ἀστραγαλωτή]], ''AP''6.234 (Eryc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux nœuds nombreux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστράγαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαστράγαλος:''' (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ [[μάστις]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαστράγᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
|lstext='''πολυαστράγᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, [[δηλαδή]] πολλούς κόμπους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστις]] [[πολυαστράγαλος]]» — [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀστράγαλος]] ([[πρβλ]]. [[καλλιαστράγαλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-αστράγᾰλος, ον,<br />with [[many]] joints, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαστράγᾰλος Medium diacritics: πολυαστράγαλος Low diacritics: πολυαστράγαλος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: polyastrágalos Transliteration B: polyastragalos Transliteration C: polyastragalos Beta Code: poluastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

πολυαστράγαλος: (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ μάστις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλιαστράγαλος)].

Greek Monotonic

πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-αστράγᾰλος, ον,
with many joints, Anth.