πτερυγωτός: Difference between revisions
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pterygotos | |Transliteration C=pterygotos | ||
|Beta Code=pterugwto/s | |Beta Code=pterugwto/s | ||
|Definition= | |Definition=πτερυγωτή, πτερυγωτόν, [[winged]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''659b7, 693b7: metaph., <b class="b3">χρησμὸς π.</b> [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1086. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />muni d'ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[muni d'ailes]], [[ailé]].<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πτερυγωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «χρησμὸς [[πτερυγωτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πτερυγωτός]]<br /><b>(παλαιοντ.)</b><br />απολιθωμένο [[γένος]] αρθροπόδων που ανήκει στην [[τάξη]] ευρυπτερίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ( | |mltxt=-ή, -ό / [[πτερυγωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «χρησμὸς [[πτερυγωτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πτερυγωτός]]<br /><b>(παλαιοντ.)</b><br />απολιθωμένο [[γένος]] αρθροπόδων που ανήκει στην [[τάξη]] ευρυπτερίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]], [[πτερωτός]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pterygotus</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
πτερυγωτή, πτερυγωτόν, winged, Arist.PA659b7, 693b7: metaph., χρησμὸς π. Ar.Eq.1086.
German (Pape)
[Seite 809] befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
muni d'ailes, ailé.
Étymologie: πτερυγόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086.
Russian (Dvoretsky)
πτερῠγωτός: пернатый, крылатый (χρησμός Arph.; ὄρνις Arst.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτερυγωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ.
β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός
(παλαιοντ.)
απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη ευρυπτερίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός, πτερωτός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygotus].
Greek Monotonic
πτερῠγωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το πτερυγόω = πτερόω), αυτός που έχει φτερά, φτερωτός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πτερῠγωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, πτερωτός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός, αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.
Middle Liddell
πτερῠγωτός, ή, όν [as if from πτερυγόω = πτερόω
having wings, winged, Ar.