μονόρρυθμος: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monorrythmos | |Transliteration C=monorrythmos | ||
|Beta Code=mono/rruqmos | |Beta Code=mono/rruqmos | ||
|Definition= | |Definition=μονόρρυθμον, [[of solitary kind]], <b class="b3">μ. δόμοι</b> houses [[dwelt in by one only]], A.''Supp.'' 961. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. [[εύρυθμος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[alone]], [[solitary]] | |woodrun=[[alone]], [[solitary]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόρρυθμον, of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.
German (Pape)
1 δόμος, bei Aesch. Suppl. 939, von einem bewohnt.
2 von einem Takt, einer Weise (?).
Russian (Dvoretsky)
μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.
Greek Monolingual
μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύρυθμος)].