ἰδιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiomorfos
|Transliteration C=idiomorfos
|Beta Code=i)dio/morfos
|Beta Code=i)dio/morfos
|Definition=ον, [[of peculiar form]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.13.6</span>, <span class="bibl">Str.4.6.10</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>25</span>.
|Definition=ἰδιόμορφον, [[of peculiar form]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.6, Str.4.6.10, Plu.''Mar.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une forme particulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />[[d'une forme particulière]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], [[μορφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιόμορφος:''' [[своеобразный]], т. е. [[необыкновенный]], [[невиданный]] (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει περίεργη [[μορφή]], ιδιαίτερη [[μορφή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἰδιόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει περίεργη [[μορφή]], ιδιαίτερη [[μορφή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιόμορφος:''' своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]<br />of [[peculiar]] [[form]], Plut.
|mdlsjtxt=ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]<br />of [[peculiar]] [[form]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόμορφος Medium diacritics: ἰδιόμορφος Low diacritics: ιδιόμορφος Capitals: ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: idiómorphos Transliteration B: idiomorphos Transliteration C: idiomorfos Beta Code: i)dio/morfos

English (LSJ)

ἰδιόμορφον, of peculiar form, Thphr. HP 9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.

German (Pape)

[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύμορφος, τερατόμορφος].

Greek Monotonic

ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]
of peculiar form, Plut.