κατεξανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateksanastasis
|Transliteration C=kateksanastasis
|Beta Code=katecana/stasis
|Beta Code=katecana/stasis
|Definition=εως, ἡ, [[rebellion against]], [[resistance to]], τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>16.69</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[rebellion against]], [[resistance to]], τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.''VP''16.69.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξανάστᾰσις Medium diacritics: κατεξανάστασις Low diacritics: κατεξανάστασις Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katexanástasis Transliteration B: katexanastasis Transliteration C: kateksanastasis Beta Code: katecana/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, rebellion against, resistance to, τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.VP16.69.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, das Aufstehen wider Einen, die Empörung, Widersetzlichkeit; Longin. de sublim. 7, 3; Iambl. V. P. c. 16 neben καταφρόνησις.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανάστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐξέγερσις, ἀντίστασις, Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188.

Greek Monolingual

κατεξανάστασις, -άσεως, ἡ (Α) κατεξανίσταμαι
1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον
2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος.