ξυρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrizo | |Transliteration C=ksyrizo | ||
|Beta Code=curi/zw | |Beta Code=curi/zw | ||
|Definition== [[ξυρέω]], Sch. | |Definition== [[ξυρέω]], Sch.Nic.''Al.''410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξυρεῖσθαι]], Alciphr.3.66. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
= ξυρέω, Sch.Nic.Al.410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, f.l. for ξυρεῖσθαι, Alciphr.3.66.
German (Pape)
[Seite 282] poet. = ξυράω, Sp., wie Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίζω: ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.
Greek Monolingual
και ξουρίζω (Α ξυρίζω) ξυρόν
κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών του σώματος, κυρίως του προσώπου
νεοελλ.
1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές
2. ταλαιπωρώ κάποιον ακατάσχετα με φλυαρία και ψεύδη
3. πωλώ κάτι πολύ ακριβά («αυτό το μαγαζί ξυρίζει»).