ξυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyrizo
|Transliteration C=ksyrizo
|Beta Code=curi/zw
|Beta Code=curi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ξυρέω]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>410</span> :—Med., fut. inf. <b class="b3">-ιεῖσθαι</b>, f.l. for [[ξυρεῖσθαι]], <span class="bibl">Alciphr.3.66</span>.</span>
|Definition== [[ξυρέω]], Sch.Nic.''Al.''410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξυρεῖσθαι]], Alciphr.3.66.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίζω Medium diacritics: ξυρίζω Low diacritics: ξυρίζω Capitals: ΞΥΡΙΖΩ
Transliteration A: xyrízō Transliteration B: xyrizō Transliteration C: ksyrizo Beta Code: curi/zw

English (LSJ)

= ξυρέω, Sch.Nic.Al.410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, f.l. for ξυρεῖσθαι, Alciphr.3.66.

German (Pape)

[Seite 282] poet. = ξυράω, Sp., wie Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίζω: ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.

Greek Monolingual

και ξουρίζωξυρίζω) ξυρόν
κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών του σώματος, κυρίως του προσώπου
νεοελλ.
1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές
2. ταλαιπωρώ κάποιον ακατάσχετα με φλυαρία και ψεύδη
3. πωλώ κάτι πολύ ακριβά («αυτό το μαγαζί ξυρίζει»).