ξυρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrizo | |Transliteration C=ksyrizo | ||
|Beta Code=curi/zw | |Beta Code=curi/zw | ||
|Definition= | |Definition== [[ξυρέω]], Sch.Nic.''Al.''410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξυρεῖσθαι]], Alciphr.3.66. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠρίζω''': ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66. | |lstext='''ξῠρίζω''': ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξουρίζω]] (Α [[ξυρίζω]]) [[ξυρόν]]<br />[[κόβω]] με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]] τις [[τρίχες]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος, [[κυρίως]] του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για παγερό άνεμο, [[ιδίως]] για τον βοριά) [[είμαι]] [[σφοδρός]] και [[παγερός]], [[πνέω]] με ψυχρές ριπές<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρώ]] κάποιον ακατάσχετα με [[φλυαρία]] και ψεύδη<br /><b>3.</b> [[πωλώ]] [[κάτι]] πολύ ακριβά («αυτό το [[μαγαζί]] ξυρίζει»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
= ξυρέω, Sch.Nic.Al.410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, f.l. for ξυρεῖσθαι, Alciphr.3.66.
German (Pape)
[Seite 282] poet. = ξυράω, Sp., wie Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίζω: ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.
Greek Monolingual
και ξουρίζω (Α ξυρίζω) ξυρόν
κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών του σώματος, κυρίως του προσώπου
νεοελλ.
1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές
2. ταλαιπωρώ κάποιον ακατάσχετα με φλυαρία και ψεύδη
3. πωλώ κάτι πολύ ακριβά («αυτό το μαγαζί ξυρίζει»).