παμβασιλεύς: Difference between revisions
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pamvasileys | |Transliteration C=pamvasileys | ||
|Beta Code=pambasileu/s | |Beta Code=pambasileu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ, [[absolute monarch]], Alc.5, [[LXX]] ''Si.''50.15 (17); of Hadrian, ''Epigr.Gr.'' 990.3 (Balbilla). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0453.png Seite 453]] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />[[roi du monde entier]], [[roi absolu]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βασιλεύς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παμβασιλεύς -έως, ὁ [[[πᾶς]], [[βασιλεύς]]] [[almachtige koning]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμβᾰσῐλεύς:''' έως ὁ [[самодержавный царь]], [[неограниченный владыка]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παμβᾰσιλεύς''': -έως, ὁ, [[ἀπόλυτος]] [[μονάρχης]], παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[παμβασιλεύς]], -έως)<br />[[προσωνυμία]] του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)<br />(μνσ.-αρχ.) ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], ο [[βασιλεύς]] όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παμβᾰσῐλεύς:''' -έως, ὁ, [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,<br />an [[absolute]] [[monarch]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ, absolute monarch, Alc.5, LXX Si.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμβασιλεύς -έως, ὁ [πᾶς, βασιλεύς] almachtige koning.
Russian (Dvoretsky)
παμβᾰσῐλεύς: έως ὁ самодержавный царь, неограниченный владыка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.
Greek Monotonic
παμβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, απόλυτος μονάρχης, σε Αριστ.