συσκευή: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syskevi
|Transliteration C=syskevi
|Beta Code=suskeuh/
|Beta Code=suskeuh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">intrigue, plot</b>, CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), <span class="bibl">Hdn.3.12.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1674.65</span> (vi A.D.), <span class="bibl"><span class="title">EM</span>286.24</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[intrigue]], [[plot]], CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), Hdn.3.12.3, ''PLond.''5.1674.65 (vi A.D.), ''EM''286.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) σύνθετη [[κατασκευή]] προορισμένη να εκτελεί ορισμένη [[εργασία]], [[συνδυασμός]] διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα [[σύνολο]] συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «[[μηχανική]] [[συσκευή]]» β. «ηλεκτρική [[συσκευή]]» γ. «ηλεκτρονική [[συσκευή]]»)<br />β) [[συναρμολόγηση]] διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την [[πραγματοποίηση]] διάταξης για [[εκτέλεση]] πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[δόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> η [[προετοιμασία]] δράματος στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[σκευή]], <i>παρα</i>-[[σκευή]]. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του [[συσκευάζω]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) σύνθετη [[κατασκευή]] προορισμένη να εκτελεί ορισμένη [[εργασία]], [[συνδυασμός]] διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα [[σύνολο]] συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «[[μηχανική]] [[συσκευή]]» β. «ηλεκτρική [[συσκευή]]» γ. «ηλεκτρονική [[συσκευή]]»)<br />β) [[συναρμολόγηση]] διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την [[πραγματοποίηση]] διάταξης για [[εκτέλεση]] πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[δόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> η [[προετοιμασία]] δράματος στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[σκευή]], <i>παρα</i>-[[σκευή]]. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του [[συσκευάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συσκευή -ῆς, ἡ &#91;[[σύν]], [[σκευή]]] intrige, plot. Luc. 42.25.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκευή Medium diacritics: συσκευή Low diacritics: συσκευή Capitals: ΣΥΣΚΕΥΗ
Transliteration A: syskeuḗ Transliteration B: syskeuē Transliteration C: syskevi Beta Code: suskeuh/

English (LSJ)

ἡ, intrigue, plot, CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), Hdn.3.12.3, PLond.5.1674.65 (vi A.D.), EM286.24.

German (Pape)

[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. auf dem Theater; übh. Gaukelei, Blendwerk, Hdn. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συσκευή: ἡ, παρασκευή, ἑτοιμασία· μεταφορ., δόλος, μηχανορραφία, σκευωρία, σκευώρημα, Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
τεχνολ. α) σύνθετη κατασκευή προορισμένη να εκτελεί ορισμένη εργασία, συνδυασμός διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα σύνολο συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «μηχανική συσκευή» β. «ηλεκτρική συσκευή» γ. «ηλεκτρονική συσκευή»)
β) συναρμολόγηση διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την πραγματοποίηση διάταξης για εκτέλεση πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης
μσν.-αρχ.
μηχανορραφία, σκευωρία, δόλος
αρχ.
1. ετοιμασία
2. η προετοιμασία δράματος στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. κατα-σκευή, παρα-σκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του συσκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκευή -ῆς, ἡ [σύν, σκευή] intrige, plot. Luc. 42.25.