νυκτερωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nykteropos
|Transliteration C=nykteropos
|Beta Code=nukterwpo/s
|Beta Code=nukterwpo/s
|Definition=όν, (ὤψ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">appearing by night</b>, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>112</span> (lyr.), cf. Plu.2.1066c.</span>
|Definition=νυκτερωπόν, ([[ὤψ]]) [[appearing by night]], δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.''HF''112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]], [[ὤψ]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[nachtäugig]], bei [[Nacht]] [[erscheinend]], [[finster]], [[dunkel]]</i>; [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, Eur. <i>Herc.Fur</i>. 111, wie Plut. <i>adv. Stoic</i>. 15. Vgl. [[νυκτωπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερωπός:''' [[являющийся ночью]], [[ночной]] ([[δόκημα]] ὀνείρων Eur.; ирон. [[δόκημα]] σοφιστῶν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.
|lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτερωπός]], -όν (Α) [[νύκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τή νύχτας<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύχτα]], ο [[σκοτεινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτερ-ωπός, όν [ὤψ]<br />appearing by [[night]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερωπός Medium diacritics: νυκτερωπός Low diacritics: νυκτερωπός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: nykterōpós Transliteration B: nykterōpos Transliteration C: nykteropos Beta Code: nukterwpo/s

English (LSJ)

νυκτερωπόν, (ὤψ) appearing by night, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
sombre.
Étymologie: νύκτερος, ὤψ.

German (Pape)

nachtäugig, bei Nacht erscheinend, finster, dunkel; δόκημα νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, Eur. Herc.Fur. 111, wie Plut. adv. Stoic. 15. Vgl. νυκτωπός.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερωπός: являющийся ночью, ночной (δόκημα ὀνείρων Eur.; ирон. δόκημα σοφιστῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.

Greek Monolingual

νυκτερωπός, -όν (Α) νύκτερος
1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας
2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός.

Greek Monotonic

νυκτερωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτερ-ωπός, όν [ὤψ]
appearing by night, Eur.