Μαμμάκυθος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=Μαμμάκῠθος
|Full diacritics=Μαμμᾱ́κῠθος
|Medium diacritics=Μαμμάκυθος
|Medium diacritics=Μαμμάκυθος
|Low diacritics=Μαμμάκυθος
|Low diacritics=Μαμμάκυθος
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Mammakythos
|Transliteration B=Mammakythos
|Transliteration C=Mammakythos
|Transliteration C=Mammakythos
|Beta Code=*mamma/kuqos
|Beta Code=*mamma/kuqos
|Definition=[<b class="b3">ᾱκ], ὁ</b>, Com. word for a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">blockhead</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>990</span> (pl.); title of play by Plato Com. or Aristagoras.</span>
|Definition=[ᾱκ], ὁ, Com. word for a [[blockhead]], Ar.''Ra.''990 (pl.); title of play by Plato Com. or Aristagoras.
}}
{{ls
|lstext='''Μαμμάκῠθος''': [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ [[Πλάτων]] ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες [[εἶναι]] τά: [[βλιτομάμμας]], [[συκομάμμας]] ([[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ [[μάμμα]]), [[Μαργίτης]] ἐκ τοῦ [[μάργος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Μαμμάκῠθος:''' [ᾰκ], ὁ, κωμική [[λέξη]] για τον ηλίθιο, τον αλαφροΐσκιωτο, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μαμμά¯κῠθος, ὁ,<br />Comic [[word]] for a [[blockhead]], [[simpleton]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαμμᾱ́κῠθος Medium diacritics: Μαμμάκυθος Low diacritics: Μαμμάκυθος Capitals: ΜΑΜΜΑΚΥΘΟΣ
Transliteration A: Mammákythos Transliteration B: Mammakythos Transliteration C: Mammakythos Beta Code: *mamma/kuqos

English (LSJ)

[ᾱκ], ὁ, Com. word for a blockhead, Ar.Ra.990 (pl.); title of play by Plato Com. or Aristagoras.

Greek (Liddell-Scott)

Μαμμάκῠθος: [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ Πλάτων ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες εἶναι τά: βλιτομάμμας, συκομάμμας (ὡσαύτως ἐκ τοῦ μάμμα), Μαργίτης ἐκ τοῦ μάργος.

Greek Monotonic

Μαμμάκῠθος: [ᾰκ], ὁ, κωμική λέξη για τον ηλίθιο, τον αλαφροΐσκιωτο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Μαμμά¯κῠθος, ὁ,
Comic word for a blockhead, simpleton, Ar.