ὀμφαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(29)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omfalistir
|Transliteration C=omfalistir
|Beta Code=o)mfalisth/r
|Beta Code=o)mfalisth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knife to cut the navel-string</b>, <span class="bibl">Poll.2.169</span>,<span class="bibl">4.208</span>, Hsch.</span>
|Definition=ὀμφαλιστῆρος, ὁ, [[knife to cut the navel-string]], Poll.2.169,4.208, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> ([[πρβλ]]. [[βραχιονιστήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλιστήρ Medium diacritics: ὀμφαλιστήρ Low diacritics: ομφαλιστήρ Capitals: ΟΜΦΑΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: omphalistḗr Transliteration B: omphalistēr Transliteration C: omfalistir Beta Code: o)mfalisth/r

English (LSJ)

ὀμφαλιστῆρος, ὁ, knife to cut the navel-string, Poll.2.169,4.208, Hsch.

German (Pape)

[Seite 343] ῆρος, ὁ, das Messer zum Abschneiden der Nabelschnur, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλιστήρ: ὁ, τὸ ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν λῶρον, Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].