σύγκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkairos
|Transliteration C=sygkairos
|Beta Code=su/gkairos
|Beta Code=su/gkairos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the season</b>, ἄνθη <span class="bibl">Alciphr.3.16</span>; <b class="b2">seasonable, suitable</b>, τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.</span>
|Definition=σύγκαιρον, [[of the season]], ἄνθη Alciphr.3.16; [[seasonable]], [[suitable]], τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.
}}
{{ls
|lstext='''σύγκαιρος''': -ον, [[ἔγκαιρος]], ὁ κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἢ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχὴν φαινόμενος, [[ἄνθη]] Ἀλκίφρων 3. 16· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], χειμῶνος ὥρα ἦν, καὶ πῦρ ἐξέκαυσε τῇ ὥρᾳ σύγκαιρον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύγκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />[[έγκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύγχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σύγκαιρα]] Ν<br /><b>1.</b> έγκαιρα<br /><b>2.</b> συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καιρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καιρός]]), [[πρβλ]]. [[ἐπίκαιρος]], [[πρόσκαιρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκαιρος Medium diacritics: σύγκαιρος Low diacritics: σύγκαιρος Capitals: ΣΥΓΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: sýnkairos Transliteration B: synkairos Transliteration C: sygkairos Beta Code: su/gkairos

English (LSJ)

σύγκαιρον, of the season, ἄνθη Alciphr.3.16; seasonable, suitable, τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 963] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαιρος: -ον, ἔγκαιρος, ὁ κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἢ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχὴν φαινόμενος, ἄνθη Ἀλκίφρων 3. 16· ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, χειμῶνος ὥρα ἦν, καὶ πῦρ ἐξέκαυσε τῇ ὥρᾳ σύγκαιρον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκαιρος, -ον, ΝΑ
έγκαιρος
νεοελλ.
σύγχρονος
αρχ.
αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος.
επίρρ...
σύγκαιρα Ν
1. έγκαιρα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπίκαιρος, πρόσκαιρος].