τράχωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachoma
|Transliteration C=trachoma
|Beta Code=tra/xwma
|Beta Code=tra/xwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trachoma</b> in the eyes, in pl., Id.1.64, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>10.11</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.299.6</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[trachoma]] in the eyes, in plural, Id.1.64, Gal.''UP''10.11, ''PSI''4.299.6 (iii A. D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1136.png Seite 1136]] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
}}
{{ls
|lstext='''τράχωμα''': τό, [[τραχύτης]], ἰδίως τῶν [[ἔνδον]] μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ [[τράχωμα]] [[τραχύτης]] τῶν [[ἔνδον]] τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... [[σύκωσις]] καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... [[τύλος]] ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - [[Κατὰ]] Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς [[ὀφθαλμίας]] οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br />[[λοιμώδης]] [[πάθηση]] του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. [[κοκκώδης]] [[επιπεφυκίτιδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i>, [[κατά]] το <i>γλαύκ</i>-<i>ωμα</i>].<br /><b>(II)</b><br />το, Ν<br />τα [[μετρητά]] ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο [[δώρο]], αλλ. [[εξώπροικα]] ή [[παραπροίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο μσν. ρ. <i>τραχώνω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τραχύ</i> «ασημένιο [[νόμισμα]]» (ουδ. του επιθ. [[τραχύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχωμα Medium diacritics: τράχωμα Low diacritics: τράχωμα Capitals: ΤΡΑΧΩΜΑ
Transliteration A: tráchōma Transliteration B: trachōma Transliteration C: trachoma Beta Code: tra/xwma

English (LSJ)

-ατος, τό, trachoma in the eyes, in plural, Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].
(II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].