μορέα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=morea
|Transliteration C=morea
|Beta Code=more/a
|Beta Code=more/a
|Definition=Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mulberry-tree, Morus nigra</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>69</span>, <span class="title">Fr.</span>75, Gal.11.631.</span>
|Definition=Ep. [[μορέη]], ἡ, ([[μόρον]]) [[mulberry-tree]], [[Morus nigra]], Nic.''Al.''69, ''Fr.''75, Gal.11.631.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορέα''': ἡ, ([[μόρον]]) ὡς καὶ νῦν ἡ [[συκαμινέα]], κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.
|lstext='''μορέα''': ἡ, ([[μόρον]]) ὡς καὶ νῦν ἡ [[συκαμινέα]], κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.
}}
{{eles
|esgtx=[[moral]]
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μορέα]], Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)<br />το [[δέντρο]] [[μουριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i>, που [[είναι]] εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και [[φυτών]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: [[μήλον]], <i>συκ</i>-<i>έα</i>: [[σῦκον]])].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ bot. [[moral]] para tallar un Eros ἔχει δὲ καὶ πρᾶξις πάρεδρον, ὅς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων <b class="b3">tiene la práctica un asesor, que se hace con leña de moral: es un Eros alado con clámide</b> P IV 1842
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέα Medium diacritics: μορέα Low diacritics: μορέα Capitals: ΜΟΡΕΑ
Transliteration A: moréa Transliteration B: morea Transliteration C: morea Beta Code: more/a

English (LSJ)

Ep. μορέη, ἡ, (μόρον) mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

Spanish

moral

Greek Monolingual

η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα -έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ-έα: μήλον, συκ-έα: σῦκον)].

Léxico de magia

ἡ bot. moral para tallar un Eros ἔχει δὲ καὶ πρᾶξις πάρεδρον, ὅς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων tiene la práctica un asesor, que se hace con leña de moral: es un Eros alado con clámide P IV 1842