συντεχνάζω: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntechnazo | |Transliteration C=syntechnazo | ||
|Beta Code=suntexna/zw | |Beta Code=suntexna/zw | ||
|Definition=[[help in contriving]], ἀπάτην | |Definition=[[help in contriving]], ἀπάτην Plu.''Tim.''10: abs., [[join in plots with]], τινι Id.''Marc.''20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.
French (Bailly abrégé)
combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.
German (Pape)
= συντεχνάομαι, ἀπάτην, Plut. Timol. 10, Marcell. 20.
Russian (Dvoretsky)
συντεχνάζω:
1 вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2 действовать заодно (τινί Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].
Greek Monotonic
συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
Middle Liddell
fut. σω
to join in plots with, τινί Plut.