ἀποτίμημα: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotimima | |Transliteration C=apotimima | ||
|Beta Code=a)poti/mhma | |Beta Code=a)poti/mhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[mortgaged property]], [[security]], Lys.''Fr.''84S., Is.6.36, D.30.7, ''IG''2.1059.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[propiedad dada en prenda]], [[propiedad hipotecada]] para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.<i>Fr</i>.84S., o la dote χρήματ' [[ἀποτίμημα]] ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. <i>Fine</i> 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; [[ἀποτίμημα]] καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; [[ἀποτίμημα]] καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[bien grevé d'hypothèque]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτίμημα:''' ατος (ῑ) τό заложенное имущество, залог, обеспечение Isae., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτίμημα''': τό, [[ἐνέχυρον]] ἀποτιμηθέν, δηλ. [[ὅπερ]] ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποτιμάω]] ΙΙΙ. 1. | |lstext='''ἀποτίμημα''': τό, [[ἐνέχυρον]] ἀποτιμηθέν, δηλ. [[ὅπερ]] ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποτιμάω]] ΙΙΙ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀποτίμημα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]] που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀποτίμημα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]] που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[ἀποτῑμάω]<br />a [[mortgage]], [[security]], Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[something pledged]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, mortgaged property, security, Lys.Fr.84S., Is.6.36, D.30.7, IG2.1059.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
propiedad dada en prenda, propiedad hipotecada para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, IG 22.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.Fr.84S., o la dote χρήματ' ἀποτίμημα ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. Fine 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689.
German (Pape)
[Seite 331] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; ἀποτίμημα καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bien grevé d'hypothèque.
Étymologie: ἀποτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτίμημα: ατος (ῑ) τό заложенное имущество, залог, обеспечение Isae., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίμημα: τό, ἐνέχυρον ἀποτιμηθέν, δηλ. ὅπερ ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ ῥῆμα ἀποτιμάω ΙΙΙ. 1.
Greek Monolingual
το (Α ἀποτίμημα)
νεοελλ.
τιμή, αξία πού έχει υπολογιστεί
αρχ.
εγγύηση, υποθήκη.
Greek Monotonic
ἀποτίμημα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ.
Middle Liddell
[ἀποτῑμάω]
a mortgage, security, Dem.