ῥευστικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=refstikos
|Transliteration C=refstikos
|Beta Code=r(eustiko/s
|Beta Code=r(eustiko/s
|Definition=ή, όν, [[flowing]], [[liquid]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>14</span>, <span class="bibl">2.905e</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">878f</span>.
|Definition=ῥευστική, ῥευστικόν, [[flowing]], [[liquid]], Plu.''Aem.''14, 2.905e. Adv. [[ῥευστικῶς]] ib.878f.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευστικός Medium diacritics: ῥευστικός Low diacritics: ρευστικός Capitals: ΡΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rheustikós Transliteration B: rheustikos Transliteration C: refstikos Beta Code: r(eustiko/s

English (LSJ)

ῥευστική, ῥευστικόν, flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. ῥευστικῶς ib.878f.

German (Pape)

[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.

Russian (Dvoretsky)

ῥευστικός: текучий, превратившийся в жидкость (ἀναθυμίασις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ ῥευστός
αυτός που έχει την ιδιότητα της ροής, ρευστός
νεοελλ.
φρ. «ρευστική υφή»
(πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη διεύθυνση της ροής του σχεδόν στερεοποιημένου μάγματος.
επίρρ...
ῥευστικῶς Α
κατά ρευστικό τρόπο.

Greek Monotonic

ῥευστικός: -ή, -όν (ῥέω), ρευστός, χυτός, υγρός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥευστικός, ή, όν [ῥέω]
flowing, liquid, Plut.