ῥίψοπλος: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripsoplos | |Transliteration C=ripsoplos | ||
|Beta Code=r(i/yoplos | |Beta Code=r(i/yoplos | ||
|Definition= | |Definition=ῥίψοπλον, [[throwing away one's arms]], <b class="b3">ἄτη ῥ.</b>, of a panic flight, A.''Th.''315. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥίψοπλον, throwing away one's arms, ἄτη ῥ., of a panic flight, A.Th.315.
German (Pape)
[Seite 846] die Waffen wegwerfend, Aesch. Spt. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jette ses armes, lâche.
Étymologie: ῥίπτω, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ῥίψοπλος: бросающий (в страхе) оружие, панический (ἄτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥίψοπλος: -ον, ὁ ῥίπτων τὰ ἑαυτοῦ ὅπλα, ἄτη ῥ., ἐπὶ πανικοῦ φόβου, ἐπὶ ὀλοσχεροῦς φυγῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 315.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέροπλος, χρύσοπλος].
Greek Monotonic
ῥίψοπλος: -ον, αυτός που ρίχνει από πάνω του τα όπλα του, προδότης, δειλός, σε Αισχύλ.